- -ίλα
- (Μ -ίλα)υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ-ίλα, ξεφτ-ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν-ίλα, ποδαρ-ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ. Χατζηδάκι στο να αναγάγει την αρχή τής κατάλ. -ίλα στη λ. τσίλα «διάρροια» (< τσιλώ < αρχ. τιλάω / -ῶ «έχω διάρροια»). Κατά τον Χατζιδάκι, η δυσώνυμη οσμηρή λ. τσίλα αποτέλεσε το πρότυπο τής παραγωγής ουσ. όπως ανθρωπ-ίλα, ιδρωτ-ίλα, προβατ-ίλα, τραγ-ίλα από όπου αργότερα η κατάλ. επεκτάθηκε σε αφηρημένα ουσ. όπως κιτριν-ίλα, ξερα-ΐλα, διατηρώντας την κακοσημία της (μιλάμε, λ. χ., για την κιτρινίλα τού αρρώστου, όχι τού λεμονιού). Στην επίδοση τής κατάλ. βοήθησαν πιθ. και λέξεις σε -λα, τών οποίων το τελευταίο φωνήεν τού θ. ήταν [i] (πρβλ. καΐλα αντί καή-λα < ἐ-κά-ην, σαπίλα αντί σαπή-λα < ἐ-σάπ-ην). Κατ' άλλους, οι λ. αυτές δεν υποβοήθησαν απλώς αλλά δημιούργησαν την κατάλ., ενώ υποστηρίχθηκε και η άποψη ότι η αρχή της θα πρέπει να αναζητηθεί σε επίθετα σε -λος, τών οποίων ο τελευταίος φθόγγος τού θ. ήταν [i] (πρβλ. παχυ-λός, τρυφη-λός, καπνη-λός). Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι η κατάλ. προέρχεται από τη λατ. -ēla, η οποία όμως θεωρείται μάλλον αστήρικτη, κυρίως για το ότι τα ουσ. σε -ίλα μαρτυρούνται από τον 11ο αιώνα κ. εξ.Παραδείγματα λ. με κατάλ. -ίλα: αβγίλα, αβγουλίλα, αγγουρίλα, αγουρίλα, αλευρίλα, ανατριχίλα, ανθρωπίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, γαλατίλα, δρωτσίλα, θαλασσίλα, ιδρωτίλα, καΐλα, καμαρίλα, καπνίλα, κατρουλίλα, καψίλα, κιτρινίλα, κοκκινίλα, κρασίλα, κρεατίλα, κρεμμυδίλα, λαδίλα, μαυρίλα, μπαγιατίλα, μπαρουτίλα, μπιρμπίλα, νεκρίλα, ξεραΐλα, ξινίλα, πικρίλα, ποδαρίλα, πρασινίλα, προβατίλα, σαπίλα, σκασίλα, σκατίλα, σκορδίλα, σκορδοκαΐλα, σπαρίλα, ταγγίλα, τραγίλα, τσαγγίλα, τσαντίλα, τσιγαρίλα, τυρίλα, φαρμακίλα, χορτασίλα, χωματίλα, χωριατίλα, ψαρίλα].
Dictionary of Greek. 2013.